- γηραιά
- γηραιόςagedneut nom/voc/acc plγηραιά̱ , γηραιόςagedfem nom/voc/acc dualγηραιά̱ , γηραιόςagedfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηραιᾷ — γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιᾶι — γηραιᾷ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιάν — γηραιά̱ν , γηραιός aged fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιάς — γηραιά̱ς , γηραιός aged fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] … Dictionary of Greek
σουναμιτισμός — Όρος που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο εξασθενημένος και γέρος Δαβίδ ένιωσε να τονώνεται η υγεία του, όταν του έφεραν ως σύνευνο τη νεαρή Σουναμίτιδα. Η διαπνοή του σφριγηλού σώματος της, ήταν η αφορμή της τόνωσης του Δαβίδ, κατά την ερμηνεία … Dictionary of Greek
αλικόρη — (dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των αλικοριδών, της τάξης των σειρηνοειδών. Το σώμα της, μήκους άνω των τριών μέτρων, έχει σχήμα ατρακτοειδές στο πίσω μέρος και καλύπτεται από χοντρό δέρμα σχεδόν γυμνό. Έχει δύο κοντά και πλατιά… … Dictionary of Greek
Αντζιολέτι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Angioletti, 1896 – 1961). Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε συνδιευθυντής της Italia Letteraria (1928 34), διευθυντής της Fiera Letteraria (1946 48) και από το 1952 του περιοδικού L’ Approdo.Έγραψε πολλά έργα,… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek